- βραχνιάζω
- βραχνιάζω, βράχνιασα, βραχνιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βραχνιάζω — 1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα 2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) *βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ*] … Dictionary of Greek
βραχνιάζω — ιασα, βραχνιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα: Το πολύ τραγούδι με βράχνιασε. 2. αμτβ., γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα: Από το κρύο βράχνιασα και έχω βήχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβράχνιαστος — η, ο [βραχνιάζω] αυτός που δεν βράχνιασε ή δεν βραχνιάζει εύκολα … Dictionary of Greek
βράχνιασμα — το [βραχνιάζω] η βραχνάδα … Dictionary of Greek
βραχνάδα — Αλλοίωση της φωνής, κατά την οποία χάνει τη συνήθη χροιά και το ύψος του ήχου της. Συναντάται συχνότερα σε παθήσεις των φωνητικών χορδών, όπως οι λαρυγγίτιδες και οι νεοπλασίες, αλλά ενδέχεται να οφείλεται και σε βλάβη του παλίνδρομου νεύρου, που … Dictionary of Greek
γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… … Dictionary of Greek
γιανιάζω — γανιάζω, βραχνιάζω … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek